καύστρα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(20) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καύστρα]], ἡ (ΑΜ) [[καίω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτή που καίει<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόπος]] όπου καίγονταν τα πτώματα («ἐν μέσῳ δὲ τῷ πεδίῳ ὁ τῆς καύστρας | |mltxt=[[καύστρα]], ἡ (ΑΜ) [[καίω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτή που καίει<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόπος]] όπου καίγονταν τα πτώματα («ἐν μέσῳ δὲ τῷ πεδίῳ ὁ τῆς καύστρας αὐτοῦ [[περίβολος]]», <b>Στράβ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
German (Pape)
[Seite 1408] ἡ, Ort, wo man Leichen verbrennt, bustum, Strab. V, 236.
Greek (Liddell-Scott)
καύστρα: ἡ, τόπος ἔνθα πτώματα ἐκαίοντο, Λατ. ustrina, bustum, Στράβ. 236, Συλλ. Ἐπιγρ. 2942· καὶ τὸν κεραυνὸν ἐξηγεῖται ὁ Ἡσύχ. διὰ τοῦ καύστρα.
Greek Monolingual
καύστρα, ἡ (ΑΜ) καίω
μσν.
αυτή που καίει
αρχ.
τόπος όπου καίγονταν τα πτώματα («ἐν μέσῳ δὲ τῷ πεδίῳ ὁ τῆς καύστρας αὐτοῦ περίβολος», Στράβ.).