καύστρα

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύστρα Medium diacritics: καύστρα Low diacritics: καύστρα Capitals: ΚΑΥΣΤΡΑ
Transliteration A: kaústra Transliteration B: kaustra Transliteration C: kafstra Beta Code: kau/stra

English (LSJ)

ἡ, place where corpses were burnt, Str. 5.3.8, CIG 2942 (Tralles), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1408] ἡ, Ort, wo man Leichen verbrennt, bustum, Strab. V, 236.

Greek (Liddell-Scott)

καύστρα: ἡ, τόπος ἔνθα πτώματα ἐκαίοντο, Λατ. ustrina, bustum, Στράβ. 236, Συλλ. Ἐπιγρ. 2942· καὶ τὸν κεραυνὸν ἐξηγεῖται ὁ Ἡσύχ. διὰ τοῦ καύστρα.

Greek Monolingual

καύστρα, ἡ (ΑΜ) καίω
μσν.
αυτή που καίει
αρχ.
τόπος όπου καίγονταν τα πτώματα («ἐν μέσῳ δὲ τῷ πεδίῳ ὁ τῆς καύστρας αὐτοῦ περίβολος», Στράβ.).