οπωσδήποτε: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(29) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ὅπως]] [[δήποτε]] και ὁπωσδήποτε)<br /><b>επίρρ.</b> με οποιονδήποτε τρόπο («πέπρακται νυνὶ | |mltxt=(Α [[ὅπως]] [[δήποτε]] και ὁπωσδήποτε)<br /><b>επίρρ.</b> με οποιονδήποτε τρόπο («πέπρακται νυνὶ τοῦθ' ὁπωσδήποτε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξάπαντος]], όπως και να έχει το [[πράγμα]] («θα έλθω [[οπωσδήποτε]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. φρ. [[ὅπως]] [[δήποτε]]. | ||
}} | }} |