οπωσδήποτε

From LSJ

Greek Monolingual

ὅπως δήποτε και ὁπωσδήποτε)
επίρρ. με οποιονδήποτε τρόπο («πέπρακται νυνὶ τοῦθ' ὁπωσδήποτε», Δημοσθ.)
νεοελλ.
εξάπαντος, όπως και να έχει το πράγμα («θα έλθω οπωσδήποτε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. ὅπως δήποτε.