ежедневный: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐφήμερος]], [[ἡμερινός]], [[ἠμάτιος]], [[καθημέριος]], [[καθαμέριος]], [[καθημερινός]], [[πανήμερος]], [[πανάμερος]], [[ἀμφημερινός]] | |rueltext=[[πανημέριος]], [[ἐφήμερος]], [[ἡμερινός]], [[ἠμάτιος]], [[καθημέριος]], [[καθαμέριος]], [[καθημερινός]], [[πανήμερος]], [[πανάμερος]], [[ἀμφημερινός]], [[ἐφημέριος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 15 October 2019
Russian > Greek
πανημέριος, ἐφήμερος, ἡμερινός, ἠμάτιος, καθημέριος, καθαμέριος, καθημερινός, πανήμερος, πανάμερος, ἀμφημερινός, ἐφημέριος