смертный: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(6)
 
(ru-m-18-oct)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἐπίκηρος]], [[καταθνητός]], [[γεννητός]], [[γεννατός]], [[γήϊνος]], [[θανατόεις]], [[θνητός]], [[θνατός]], [[θανάσιμος]], [[μέροψ]], [[βροτός]], [[βρότειος]], [[δύσθνητος]], [[θανατηφόρος]]
|rueltext=[[ἐπίκηρος]] ;; [[καταθνητός]] ;; [[γεννητός]] ;; [[γεννατός]] ;; [[γήϊνος]] ;; [[θανατόεις]] ;; [[θνητός]] ;; [[θνατός]] ;; [[θανάσιμος]] ;; [[μέροψ]] ;; [[βροτός]] ;; [[βρότειος]] ;; [[δύσθνητος]] ;; [[θανατηφόρος]] ;; [[μόρσιμος]]
}}
}}

Revision as of 18:03, 18 October 2019