ταβελλίων: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tavellion | |Transliteration C=tavellion | ||
|Beta Code=tabelli/wn | |Beta Code=tabelli/wn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ωνος, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[tabellio]], PStrassb.1.15 (v A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>121.30</span> (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:30, 28 June 2020
English (LSJ)
ωνος, ὁ, = Lat.
A tabellio, PStrassb.1.15 (v A.D.), PMasp.121.30 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ταβελλίων: -ωνος, ὁ, Λατ. tabellio, συμβολαιογράφος ἢ ἀναφορογράφος, Προκόπ. ΙΙΙ. 154, 17.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την ευθύνη για τη σύνταξη συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ό τά της πόλεως γράφων συμβόλαια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellio, -iōnis «συμβολαιογράφος» (πρβλ. και ταβέλλα)).