σκαμβάλυξ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skamvalyks | |Transliteration C=skamvalyks | ||
|Beta Code=skamba/luc | |Beta Code=skamba/luc | ||
|Definition== <b class="b3">σκαμβός, στρεβλός</b>, Hsch. σκαμβηρίζοντες· | |Definition== <b class="b3">σκαμβός, στρεβλός</b>, Hsch. σκαμβηρίζοντες· [[ὀλισθαίνοντες]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:35, 7 July 2020
English (LSJ)
= σκαμβός, στρεβλός, Hsch. σκαμβηρίζοντες· ὀλισθαίνοντες, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σκαμβάλυξ: «σκαμβός. στρεβλὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκαμβός, στρεβλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + επίθημα -α-λ-υξ (πρβλ. πομφό-λ-υξ, ταρβ-άλ-υξ, φεψ-άλ-υξ), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. σκάμβ-αλος].