λιμφός: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(2) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[συκοφάντης]]. <b class="b3">η μηνυτης παρανόμων</b> H.<br />Derivatives: <b class="b3">λιμφεύειν ἀπατᾶν</b> H<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. Quite doubtful hypotheses are rejected by Bq (s. also WP. 2, 403). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 8 July 2020
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, erkl. Hesych. συκοφάντης u. φειδωλός.
Greek (Liddell-Scott)
λιμφός: λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λιμφός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «συκοφάντης, ἤ μηνυτὴς παρανόμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις κατά τις οποίες η λ. συνδέεται με τα ἀλείφω, λίπος ή με μέσο άνω γερμ. slimp «λοξά» δεν είναι αποδεκτές].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: συκοφάντης. η μηνυτης παρανόμων H.
Derivatives: λιμφεύειν ἀπατᾶν H
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Quite doubtful hypotheses are rejected by Bq (s. also WP. 2, 403).