ξαντό: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ξαντός, ξαντή, ξαντό [[ξαίνω]]<br /><b>1.</b> ξασμένος, λαναρισμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[ξαντός]], το [[ξαντό]]<br />α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για [[επίδεση]] τραυμάτων [[αντί]] για [[γάζα]]<br />β) κουρέλια<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[είδος]] χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.
|mltxt=ξαντός, ξαντή, ξαντό, [[ξαίνω]]<br /><b>1.</b> ξασμένος, λαναρισμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[ξαντός]], το [[ξαντό]]<br />α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για [[επίδεση]] τραυμάτων [[αντί]] για [[γάζα]]<br />β) κουρέλια<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[είδος]] χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 7 September 2020

Greek Monolingual

ξαντός, ξαντή, ξαντό, ξαίνω
1. ξασμένος, λαναρισμένος
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξαντός, το ξαντό
α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για επίδεση τραυμάτων αντί για γάζα
β) κουρέλια
3. (το ουδ.) είδος χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.