Κυριακή: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(22)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[Κυριακή]])<br />η πρώτη [[ημέρα]] της εβδομάδας αφιερωμένη στον Χριστό, στον Κύριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «της Κυριακής [[χαρά]] και της Δευτέρας [[θλίψη]]» — λέγεται για πράγματα εφήμερης διάρκειας<br />β) «[[Κυριακή]] κοντή [[γιορτή]]» — επίκειται η κρίσιμη [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Κυριακή]] (ενν. [[ημέρα]]), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου <i>Κυριακός</i>].
|mltxt=η (Μ [[Κυριακή]])<br />η πρώτη [[ημέρα]] της εβδομάδας αφιερωμένη στον Χριστό, στον Κύριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «της Κυριακής [[χαρά]] και της Δευτέρας [[θλίψη]]» — λέγεται για πράγματα εφήμερης διάρκειας<br />β) «[[Κυριακή]] κοντή [[γιορτή]]» — επίκειται η κρίσιμη [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[Κυριακή]] (ενν. [[ημέρα]]), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου <i>Κυριακός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Μ Κυριακή)
η πρώτη ημέρα της εβδομάδας αφιερωμένη στον Χριστό, στον Κύριο
νεοελλ.
παροιμ. α) «της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας θλίψη» — λέγεται για πράγματα εφήμερης διάρκειας
β) «Κυριακή κοντή γιορτή» — επίκειται η κρίσιμη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κυριακή (ενν. ημέρα), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Κυριακός].