Σικελίδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
(1b)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α<br />([[προσωνυμία]] που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο [[Σικελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Σικελός]] <span style="color: red;">+</span> πατρωνυμ. κατάλ. -<i>ίδης</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α<br />([[προσωνυμία]] που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο [[Σικελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Σικελός]] <span style="color: red;">+</span> πατρωνυμ. κατάλ. -<i>ίδης</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 21:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α
(προσωνυμία που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο Σικελός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σικελός + πατρωνυμ. κατάλ. -ίδης].

Russian (Dvoretsky)

Σῑκελίδης: дор. Σῑκελίδᾱς ὁ Сикелид (самосский поэт) Theocr.

Middle Liddell

[from Σῐκελία]
Sicilian, Theocr. [Σῑ-, metri grat.]