άρατος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />[[αόρατος]], [[άφαντος]] («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(προστ.)</b> <i>άρατε</i> του (αρχ. ρ.) [[αίρω]], από την εκκλ. φρ. <i>άρατε πύλας</i> ή [[άρατος]] <span style="color: red;"><</span> [[αόρατος]]].
|mltxt=-η, -ο<br />[[αόρατος]], [[άφαντος]] («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(προστ.)</b> <i>άρατε</i> του (αρχ. ρ.) [[αίρω]], από την εκκλ. φρ. <i>άρατε πύλας</i> ή [[άρατος]] <span style="color: red;"><</span> [[αόρατος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
αόρατος, άφαντος («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (προστ.) άρατε του (αρχ. ρ.) αίρω, από την εκκλ. φρ. άρατε πύλας ή άρατος < αόρατος].