αγγειακός: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τα αγγεία και ειδικότερα με τα αιμοφόρα αγγεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγγείο]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ακός</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br />ο [[σχετικός]] με τα αγγεία και ειδικότερα με τα αιμοφόρα αγγεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγγείο]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ακός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τα αγγεία και ειδικότερα με τα αιμοφόρα αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγγείο + παραγ. κατάλ. -ακός].