αγγειώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἀγγειώδης]]) [[ἀγγεῑο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[αγγείο]], [[κοίλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ραγοειδής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>vascular bundle</i>].
|mltxt=-ες (Α [[ἀγγειώδης]]) [[ἀγγεῑο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[αγγείο]], [[κοίλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ραγοειδής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>vascular bundle</i>].
}}
}}

Revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ες (Α ἀγγειώδης) ἀγγεῑο
αυτός που μοιάζει με αγγείο, κοίλος
νεοελλ.
ο ραγοειδής χιτώνας του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vascular bundle].