ίντυβος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἴντυβος]], Α και ἴντουβος)<br /><b>βοτ.</b> το [[αντίδι]], [[είδος]] φυτού του γένους [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ίντυβος]] (ή [[ίντυβο]] ή <i>έντυβον</i>) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. <i>intubus</i>, που κι αυτή [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από κάποια σημιτική [[γλώσσα]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἴντυβος]], Α και ἴντουβος)<br /><b>βοτ.</b> το [[αντίδι]], [[είδος]] φυτού του γένους [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[ίντυβος]] (ή [[ίντυβο]] ή <i>έντυβον</i>) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. <i>intubus</i>, που κι αυτή [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από κάποια σημιτική [[γλώσσα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)
βοτ. το αντίδι, είδος φυτού του γένους κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ίντυβοςίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].