ίντυβος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(17) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἴντυβος]], Α και ἴντουβος)<br /><b>βοτ.</b> το [[αντίδι]], [[είδος]] φυτού του γένους [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (ΑΜ [[ἴντυβος]], Α και ἴντουβος)<br /><b>βοτ.</b> το [[αντίδι]], [[είδος]] φυτού του γένους [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[ίντυβος]] (ή [[ίντυβο]] ή <i>έντυβον</i>) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. <i>intubus</i>, που κι αυτή [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από κάποια σημιτική [[γλώσσα]]]. | ||
}} | }} |