αγεληλάτης: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[αγελολάτης]] και [[αγελαλάτης]], ο<br />αυτός που οδηγεί [[αγέλη]], [[αγελαδοβοσκός]], [[αγελαδάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και [[αγελολάτης]] και [[αγελαλάτης]], ο<br />αυτός που οδηγεί [[αγέλη]], [[αγελαδοβοσκός]], [[αγελαδάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγέλη]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐλάτης]] (= αυτός που οδηγεί <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]. Το -<i>ο</i>- στον γ΄ τύπο από [[αφομοίωση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
και αγελολάτης και αγελαλάτης, ο
αυτός που οδηγεί αγέλη, αγελαδοβοσκός, αγελαδάρης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγέλη + ἐλάτης (= αυτός που οδηγεί < ἐλαύνω. Το -ο- στον γ΄ τύπο από αφομοίωση].