ἐλάτης

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτης Medium diacritics: ἐλάτης Low diacritics: ελάτης Capitals: ΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: elátēs Transliteration B: elatēs Transliteration C: elatis Beta Code: e)la/ths

English (LSJ)

ἐλάτου, ὁ, =
A ἐλατήρ, ποίμνας E.Fr.773.28 (lyr.), Ostr.Strassb. 649.2 (iii A.D.), Glauc. ap. POxy.1802.37.
II epithet of Poseidon at Athens, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
1 conductor, guía de ganado ποιμνᾶν ἐλάται E.Fr.773.28, cf. ISultan 576b.4 (imper.), συγκαταθεμένων δὲ τῶν ἐλατῶν ἔλυσε τὸν σύλλογον Glauc.Pont.1, cf. OStras.649.2 (III d.C.), cf. ἐ. ἡνίοχος Hsch., lat. auriga, Gloss.2.26
como epít. de Posidón en Atenas, Hsch.
2 el que aleja o expulsa c. gen. δαιμόνων GMA 41.17 (IV/V d.C.).

German (Pape)

[Seite 790] ὁ, = ἐλατήρ, Eur. frg. Phaeth. 24.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάτης: ου ὁ Eur. = ἐλατήρ I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάτης: ᾰ, ου, ὁ, = ἐλατήρ, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 26.

Greek Monolingual

ο (AM ἐλάτης)
νεοελλ.
στρατιώτης του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο του ζεύγους ελάσεως
μσν.
1. (για πουλί) φτερούγα
2. κλαδί δέντρου
αρχ.
1. ελατήρ
2. ως επίθετο του Ποσειδώνος στην Αθήνα.