αγλαόγυιος: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγλαόγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγλαόγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[γυῖον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγλαόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + γυῖον.