αδελφοποιητός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ ἀδελφοποιητός)<br />ο [[αδελφοποιτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀδελφοποιῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδελφοποιητοσύνη]], [[αδελφοποιτός]]].
|mltxt=ο (Μ ἀδελφοποιητός)<br />ο [[αδελφοποιτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀδελφοποιῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδελφοποιητοσύνη]], [[αδελφοποιτός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Μ ἀδελφοποιητός)
ο αδελφοποιτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφοποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδελφοποιητοσύνη, αδελφοποιτός].