αδηλόφλεβος: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀδηλόφλεβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αόρατες, αφανείς φλέβες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄδηλος]] <span style="color: red;">+</span> [[φλέψ]].
|mltxt=[[ἀδηλόφλεβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αόρατες, αφανείς φλέβες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄδηλος]] <span style="color: red;">+</span> [[φλέψ]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀδηλόφλεβος, -ον (Α)
αυτός που έχει αόρατες, αφανείς φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄδηλος + φλέψ.