αγλαόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαόπεπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που φοράει λαμπρό, [[ωραίο]] πέπλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]].
|mltxt=[[ἀγλαόπεπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που φοράει λαμπρό, [[ωραίο]] πέπλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φοράει λαμπρό, ωραίο πέπλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + πέπλος.