αδικοπαντρεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάνω]] [[κακό]] γάμο, δεν [[ευτυχώ]] στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αδικο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παντρεύομαι</i>].
|mltxt=[[κάνω]] [[κακό]] γάμο, δεν [[ευτυχώ]] στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αδικο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παντρεύομαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + παντρεύομαι].