αγυιά: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άγυια / [[ἀγυιά]] και [[ἄγυια]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[οδός]], [[δρόμος]], [[λεωφόρος]]<br /><b>2.</b> [[θαλάσσιος]] [[δρόμος]]<br /><b>3.</b> [[σύνολο]] [[δρόμων]], [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i><br />[[τύπος]] μετοχής ενεργ. παρακμ. [[χωρίς]] αναδιπλασιασμό με [[μετακίνηση]] του τόνου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγυιαῖος]], <i>Ἀγυιάτης</i>, [[Ἀγυιεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εὐρυάγυια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγυιόπαιδο]]].
|mltxt=και άγυια / [[ἀγυιά]] και [[ἄγυια]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[οδός]], [[δρόμος]], [[λεωφόρος]]<br /><b>2.</b> [[θαλάσσιος]] [[δρόμος]]<br /><b>3.</b> [[σύνολο]] [[δρόμων]], [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i><br />[[τύπος]] μετοχής ενεργ. παρακμ. [[χωρίς]] αναδιπλασιασμό με [[μετακίνηση]] του τόνου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγυιαῖος]], <i>Ἀγυιάτης</i>, [[Ἀγυιεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εὐρυάγυια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγυιόπαιδο]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α)
1. οδός, δρόμος, λεωφόρος
2. θαλάσσιος δρόμος
3. σύνολο δρόμων, πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω
τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση του τόνου.
ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς.
ΣΥΝΘ. αρχ. εὐρυάγυια
νεοελλ.
αγυιόπαιδο].