αγυιά

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α)
1. οδός, δρόμος, λεωφόρος
2. θαλάσσιος δρόμος
3. σύνολο δρόμων, πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω
τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση του τόνου.
ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς.
ΣΥΝΘ. αρχ. εὐρυάγυια
νεοελλ.
αγυιόπαιδο].