αγυιά

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α)
1. οδός, δρόμος, λεωφόρος
2. θαλάσσιος δρόμος
3. σύνολο δρόμων, πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω
τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση του τόνου.
ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς.
ΣΥΝΘ. αρχ. εὐρυάγυια
νεοελλ.
αγυιόπαιδο].