αδικοθάνατος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα<br /><b>2.</b> (για [[κατάρα]]) ο [[άξιος]] να πεθάνει άδικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αδικο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδικοθανατίζω]]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα<br /><b>2.</b> (για [[κατάρα]]) ο [[άξιος]] να πεθάνει άδικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αδικο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδικοθανατίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα
2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + θάνατος.
ΠΑΡ. αδικοθανατίζω].