αιγώνυξ: Difference between revisions

From LSJ
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=αἰγῶνιξ και [[αἰγόνυξ]] (-υχος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει νύχια κατσίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἴξ –αἰγὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὄνυξ]].
|mltxt=αἰγῶνιξ και [[αἰγόνυξ]] (-υχος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει νύχια κατσίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἴξ –αἰγὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὄνυξ]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰγῶνιξ και αἰγόνυξ (-υχος), ο, η (Α)
αυτός που έχει νύχια κατσίκας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ.