ακουβάριαστος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε [[κουβάρι]]<br />«ακουβάριαστο [[μαλλί]]».<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε [[κουβάρι]]<br />«ακουβάριαστο [[μαλλί]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κουβαριαστός]] <span style="color: red;"><</span> [[κουβαριάζω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι
«ακουβάριαστο μαλλί».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω].