ακρομόλυβδος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκρομόλυβδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μολύβι]] στην [[άκρη]]<br />«ἀκρομόλυβδον [[δίκτυον]]» (<b>Ανθ. Παλ.</b> 6, 30).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκρομόλυβδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μολύβι]] στην [[άκρη]]<br />«ἀκρομόλυβδον [[δίκτυον]]» (<b>Ανθ. Παλ.</b> 6, 30).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[μόλυβδος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκρομόλυβδος, -ον (Α)
αυτός που έχει μολύβι στην άκρη
«ἀκρομόλυβδον δίκτυον» (Ανθ. Παλ. 6, 30).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + μόλυβδος.