ακεσώδυνος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκεσώδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταπραΰνει τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδυνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδυνη</i>].
|mltxt=[[ἀκεσώδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταπραΰνει τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδυνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδυνη</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκεσώδυνος, -ον (Α)
αυτός που καταπραΰνει τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι + -ώδυνος < ὀδυνη].