ακροαματισμός: Difference between revisions
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />το να φαντάζεται ή να νομίζει [[κάποιος]] ότι ακούει [[κάτι]], [[ακουστική]] [[παραίσθηση]], [[παράκουσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο<br />το να φαντάζεται ή να νομίζει [[κάποιος]] ότι ακούει [[κάτι]], [[ακουστική]] [[παραίσθηση]], [[παράκουσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακρόαμα]] (αναλογικά [[προς]] λέξεις, όπως [[οραματισμός]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο
το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)].