ακροαματισμός: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />το να φαντάζεται ή να νομίζει [[κάποιος]] ότι ακούει [[κάτι]], [[ακουστική]] [[παραίσθηση]], [[παράκουσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακρόαμα]] (αναλογικά [[προς]] λέξεις, όπως [[οραματισμός]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=ο<br />το να φαντάζεται ή να νομίζει [[κάποιος]] ότι ακούει [[κάτι]], [[ακουστική]] [[παραίσθηση]], [[παράκουσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακρόαμα]] (αναλογικά [[προς]] λέξεις, όπως [[οραματισμός]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)].