αισχροπλόκος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον<br />αυτός που πλέκει, που σχεδιάζει ή γράφει αισχρότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αισχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πλοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αισχροπλοκία]]].
|mltxt=-ον<br />αυτός που πλέκει, που σχεδιάζει ή γράφει αισχρότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αισχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πλοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αισχροπλοκία]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ον
αυτός που πλέκει, που σχεδιάζει ή γράφει αισχρότητες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισχρὸς + -πλοκος < πλέκω.
ΠΑΡ. αισχροπλοκία].