αληθουργής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀληθουργής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀληθὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].
|mltxt=[[ἀληθουργής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀληθὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀληθουργής, -ὲς (Α)
αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -ουργὴς < ἔργον.