αλέξανδρος: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλέξανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υπερασπίζει τους άνδρες<br /><b>2.</b> (το θηλυκό) ως [[επίθετο]] της Ήρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλέξω]] «[[υπερασπίζω]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ἀνδρὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]].
|mltxt=[[ἀλέξανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υπερασπίζει τους άνδρες<br /><b>2.</b> (το θηλυκό) ως [[επίθετο]] της Ήρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλέξω]] «[[υπερασπίζω]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ἀνδρὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλέξανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που υπερασπίζει τους άνδρες
2. (το θηλυκό) ως επίθετο της Ήρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλέξω «υπερασπίζω» + -ἀνδρὸς < ἀνήρ.