αμευσίπορος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμευσίπορος]], -ον (Α)<br />αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
|mltxt=[[ἀμευσίπορος]], -ον (Α)<br />αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.