Ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → The fish stinks from the head
ἀμευσίπορος, -ον (Α)αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.