αμμόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμμόδρομος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]] [[επάνω]] σε αμμώδες [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]].
|mltxt=[[ἀμμόδρομος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]] [[επάνω]] σε αμμώδες [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμμόδρομος, ο (Α)
1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος
2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμμος + δρόμος.