αλύτης: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλύτης]], ο (Α)<br />αυτός που επέβλεπε για την [[τήρηση]] της τάξεως [[κατά]] τους ολυμπιακούς αγώνες (οι [[ἀλύται]] ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλύτης]], ο (Α)<br />αυτός που επέβλεπε για την [[τήρηση]] της τάξεως [[κατά]] τους ολυμπιακούς αγώνες (οι [[ἀλύται]] ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Κατά μία [[άποψη]] [[είναι]] πιθ. να πρόκειται για λ. ιλλυρική. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fαλυ</i>-<i>τᾶς</i> «[[ραβδοφόρος]]» και θεωρείται [[συγγενής]] με το γοτθ. walus «[[ράβδος]]», [[καθώς]] και με το αρχ. σκανδ. volr «κυλινδρική [[ράβδος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀλυτάρχης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀλύτης, ο (Α)
αυτός που επέβλεπε για την τήρηση της τάξεως κατά τους ολυμπιακούς αγώνες (οι ἀλύται ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Κατά μία άποψη είναι πιθ. να πρόκειται για λ. ιλλυρική. Κατ’ άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. Fαλυ-τᾶς «ραβδοφόρος» και θεωρείται συγγενής με το γοτθ. walus «ράβδος», καθώς και με το αρχ. σκανδ. volr «κυλινδρική ράβδος».
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. ἀλυτάρχης].