αμετακίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετακίνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετακινείται ή δεν [[είναι]] δυνατό να αλλάξει [[θέση]], να μετακινηθεί, [[αμετατόπιστος]], [[μόνιμος]], [[σταθερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νωθρός]], [[δυσκίνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀμετακινήτως ἔχω», [[στέκομαι]] [[ακίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετακινῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετακίνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετακινείται ή δεν [[είναι]] δυνατό να αλλάξει [[θέση]], να μετακινηθεί, [[αμετατόπιστος]], [[μόνιμος]], [[σταθερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νωθρός]], [[δυσκίνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀμετακινήτως ἔχω», [[στέκομαι]] [[ακίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετακινῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:44, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετακίνητος, -ον)
αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός
νεοελλ.
νωθρός, δυσκίνητος
αρχ.
φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μετακινῶ].