αμετακίνητος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετακίνητος, -ον)
αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός
νεοελλ.
νωθρός, δυσκίνητος
αρχ.
φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μετακινῶ].