μουνιαδικόν: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mouniadikon
|Transliteration C=mouniadikon
|Beta Code=mouniadiko/n
|Beta Code=mouniadiko/n
|Definition=τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βουνιάς]], prob. in <span class="title">Edict.Diocl.</span>6.16.</span>
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[βουνιάς]], prob. in <span class="title">Edict.Diocl.</span>6.16.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουνιαδικόν]], τὸ (Α) [[μουνιάς]]<br />το μονοετές ποώδες [[φυτό]] [[βουνιάς]], της οικογένειας τών σταυρανθών, του οποίου το [[είδος]] erucago απαντά και στην [[Ελλάδα]] και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό.
|mltxt=[[μουνιαδικόν]], τὸ (Α) [[μουνιάς]]<br />το μονοετές ποώδες [[φυτό]] [[βουνιάς]], της οικογένειας τών σταυρανθών, του οποίου το [[είδος]] erucago απαντά και στην [[Ελλάδα]] και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό.
}}
}}

Revision as of 15:40, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνιᾰδικόν Medium diacritics: μουνιαδικόν Low diacritics: μουνιαδικόν Capitals: ΜΟΥΝΙΑΔΙΚΟΝ
Transliteration A: mouniadikón Transliteration B: mouniadikon Transliteration C: mouniadikon Beta Code: mouniadiko/n

English (LSJ)

τό, A = βουνιάς, prob. in Edict.Diocl.6.16.

Greek Monolingual

μουνιαδικόν, τὸ (Α) μουνιάς
το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, της οικογένειας τών σταυρανθών, του οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό.