ταβουλάριος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(40)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταβουλάριος''': ὁ, Λατ. tabularius, [[γραμματοφύλαξ]], Εὐσ. ΙΙ. 1492, Νεῖλ. 312C, κλπ.
|lstext='''ταβουλάριος''': ὁ, Λατ. [[tabularius]], [[γραμματοφύλαξ]], Εὐσ. ΙΙ. 1492, Νεῖλ. 312C, κλπ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[αρχειοφύλακας]] της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης του Βυζαντίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tabularius</i> «γραμματοφύλακας» (<b>πρβλ.</b> [[ταβλάριος]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[αρχειοφύλακας]] της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης του Βυζαντίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tabularius</i> «γραμματοφύλακας» (<b>πρβλ.</b> [[ταβλάριος]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:56, 1 January 2021

Greek (Liddell-Scott)

ταβουλάριος: ὁ, Λατ. tabularius, γραμματοφύλαξ, Εὐσ. ΙΙ. 1492, Νεῖλ. 312C, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αρχειοφύλακας της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης του Βυζαντίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας» (πρβλ. ταβλάριος)].