σπαργανώνω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(38)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=σπαργανῶ, -όω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῡμαι, -όομαι, Α [[σπάργανον]]<br />(σχετικά με [[βρέφος]]) [[περιτυλίγω]] με [[σπάργανα]], [[φασκιώνω]] (α. «να σπαργανώσεις το [[παιδί]]» β. «[[βρέφος]] ἐσπαργανωμένον», ΚΔ).
|mltxt=[[σπαργανῶ]], [[σπαργανόω]], ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. [[σπαργνοῦμαι]], [[σπαργνόομαι]], Α [[σπάργανον]]<br />(σχετικά με [[βρέφος]]) [[περιτυλίγω]] με [[σπάργανα]], [[φασκιώνω]] (α. «να σπαργανώσεις το [[παιδί]]» β. «[[βρέφος]] [[ἐσπαργανωμένον]]», ΚΔ).
}}
}}

Revision as of 08:35, 15 January 2021

Greek Monolingual

σπαργανῶ, σπαργανόω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῦμαι, σπαργνόομαι, Α σπάργανον
(σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ).