κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
épq. θανέειν;inf. ao.2 de θνῄσκω.
θᾰνεῖν: απαρ. αόρ. βʹ του θνῄσκω.
aor.2 zu θνῄσκω.