τοιθορύκτρια: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(41)
mNo edit summary
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τανθαρύκτρια]].
|mltxt=[[τανθαρύκτρια]] και [[τοιθορύκτρια]], ἡ, Α<br />αυτή που προκαλεί τρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τανθαρύζω]] / [[τοιθορύσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρία]] (<b>πρβλ.</b> [[ὀλολύκτρια]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:27, 24 February 2021

Greek (Liddell-Scott)

τοιθορύκτρια: ἡ, «ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τανθαρύκτρια και τοιθορύκτρια, ἡ, Α
αυτή που προκαλεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τανθαρύζω / τοιθορύσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. ὀλολύκτρια)].