ενειλώ: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(12) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐνειλῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[περιτυλίσσω]]<br /><b>2.</b> [[εμπλέκω]] κάποιον σε [[κάτι]] («Κῡρov δὲ | |mltxt=ἐνειλῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[περιτυλίσσω]]<br /><b>2.</b> [[εμπλέκω]] κάποιον σε [[κάτι]] («Κῡρov δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:55, 25 March 2021
Greek Monolingual
ἐνειλῶ, -έω (Α)
1. περιτυλίσσω
2. εμπλέκω κάποιον σε κάτι («Κῡρov δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον», Πλούτ.).