δειλιώ: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(8) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM δειλιῶ, -άω) [[δειλία]]<br />κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από [[δειλία]] (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός<br />β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε | |mltxt=(AM δειλιῶ, -άω) [[δειλία]]<br />κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από [[δειλία]] (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός<br />β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῖς πολεμίοις»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[φοβάμαι]] κάποιον ή [[κάτι]] («δε σε [[δειλιώ]] ουδ' εσένα», «[[πάλιν]] τὴν [[νύκτα]] δειλιᾷς»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον διστακτικό<br /><b>2.</b> (για τα μάτια) [[θολώνω]], [[βουρκώνω]] («τρέμ' η [[καρδιά]] μου και χτυπά, τα μάτια μου δειλιούσι»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 25 March 2021
Greek Monolingual
(AM δειλιῶ, -άω) δειλία
κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από δειλία (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός
β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῖς πολεμίοις»)
μσν.- νεοελλ.
φοβάμαι κάποιον ή κάτι («δε σε δειλιώ ουδ' εσένα», «πάλιν τὴν νύκτα δειλιᾷς»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον διστακτικό
2. (για τα μάτια) θολώνω, βουρκώνω («τρέμ' η καρδιά μου και χτυπά, τα μάτια μου δειλιούσι»).