νύννιον: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νύννιον]], τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπι | |mltxt=[[νύννιον]], τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπι τοῖς παιδίοις τοῖς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε [[ονοματοποιία]], όπως και τα νεοελλ. [[ναναρίζω]], [[νανουρίζω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
English (LSJ)
τό, and νύννιος, ὁ, A lullaby, Hsch.
Greek Monolingual
νύννιον, τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπι τοῖς παιδίοις τοῖς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε ονοματοποιία, όπως και τα νεοελλ. ναναρίζω, νανουρίζω].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Onomatopoetic Lallwort, cf. NGr. νανναρίζω, ναννουρίζω I rock asleep and Oehl IF 57, 19. DELG's comm. is unclear to me; it refers to νίννιον
Frisk Etymology German
νύννιον: {núnnion}
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι· ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Etymology : Onomatopoetisches Lallwort, vgl. ngr. νανναρίζω, ναννουρίζω ich lulle in Schlaf und Oehl IF 57, 19.
Page 2,327