ισήλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(18)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[ίσος]] [[κατά]] την [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομήλικος]] («δαίμονος μεγάλου... [[ἰσήλικος]] τοῑς ἀειγενέσι θεοῑς», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομ</i>-<i>ῆλιξ</i>)].
|mltxt=ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[ίσος]] [[κατά]] την [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[συνομήλικος]] («δαίμονος μεγάλου... [[ἰσήλικος]] τοῖς ἀειγενέσι θεοῑς», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομ</i>-<i>ῆλιξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Greek Monolingual

ἱσῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῖς ἀειγενέσι θεοῑς», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομ-ῆλιξ)].