επεισηγούμαι: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπεισηγοῡμαι, -έομαι (Α) [[εισηγούμαι]]<br />[[εισηγούμαι]], [[διδάσκω]] κάποιον [[κάτι]] («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν | |mltxt=ἐπεισηγοῡμαι, -έομαι (Α) [[εισηγούμαι]]<br />[[εισηγούμαι]], [[διδάσκω]] κάποιον [[κάτι]] («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῑς ἐπεισηγήσασθαι», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 25 March 2021
Greek Monolingual
ἐπεισηγοῡμαι, -έομαι (Α) εισηγούμαι
εισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῑς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.).